- μεταπεσσεύω
- μεταπεσσεύω (ΑΜ, Α αττ. τ. μεταπεττεύω)1. κινώ ή μεταθέτω, όπως στο παιχνίδι τών πεσσών, μετακινώ2. μεταβάλλω («ἦγεν ὡς ᾑρεῑτο πάντα καὶ μετεπέττευεν», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* πεσσεύω «αλλάζω τη θέση τών πεσσών»].
Dictionary of Greek. 2013.